τυφλοποιός

τυφλοποιός
τυφλο-ποιός, όν,
A blinding, Sch.Theoc.10.19, Eust.1769.51.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τυφλοποιός — blinding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλοποιός — όν, ΜΑ αυτός που τυφλώνει κάποιον («ὁ ἔρως τυφλός, ἤγουν τυφλοποιός ποιεῑ γὰρ τοὺς ἐρῶντας τὰ μὴ καλά, καλὰ ἡγεῑσθαι», Ευδοκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • τυφλοποιόν — τυφλοποιός blinding masc/fem acc sg τυφλοποιός blinding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυφλοποιοῦ — τυφλοποιός blinding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”